- ὁμόζηλος
- ὁμόζηλοςof like zealmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόζηλος — ὁμόζηλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο 2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. μεγαλό ζηλος)] … Dictionary of Greek
ὁμόζηλον — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem acc sg ὁμόζηλος of like zeal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλοιο — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλοις — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλοισι — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλοισιν — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλους — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλων — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζήλῳ — ὁμόζηλος of like zeal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζηλα — ὁμόζηλος of like zeal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)